λακτάμες

λακτάμες
Οργανικές ενώσεις που συγκροτούνται από εσωτερικά κυκλικά αμίδια και έχουν δομή ανάλογη προς τις λακτόνες. Οι λ. σχηματίζονται όταν απομακρυνθεί ένα μόριο νερού μεταξύ του καρβοξυλίου και της αμινικής ομάδας των γ- και δ-αμινοξέων, με επακόλουθο το κλείσιμο του δακτυλίου. Παράδειγμα, από το γ-αμινοβουτυρικό οξύ λαμβάνεται η λ. πυρολιδόνη (βλ. Σχήμα 1). Υπάρχουν τρεις τύποι λ., οι β-, γ- και δ-λ. που διαφέρουν ως προς τον αριθμό των ατόμων άνθρακα του δακτυλίου. Η δομή των β-λ. συναντάται στις πενικιλίνες. Οι λ. έχουν ασταθή ηλεκτρονική δομή και μετατρέπονται στις ισομερείς λακτίμες (βλ. Σχήμα 2) ώσπου να φτάσουν σε μια κατάσταση ισορροπίας.
* * *
οι
χημ. συνοπτική ονομασία οργανικών ενώσεων, κυκλικών αμιδίων, οι οποίες είναι συνήθως προϊόντα αφυδάτωσης τών αμινοξέων αλλά μπορούν να παραχθούν και ως αποτέλεσμα μιας «μετάθεσης Μπέκμαν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lactams < lactone (< lact- < λατ. lac, -tis «γάλα» + -one) + amide, κατ' απόσπαση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λακτίνες — οι χημ. συνοπτική ονομασία οργανικών ενώσεων που είναι ταυτομερείς με τις λακτάμες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lactins < lactone + imide, κατ απόσπαση] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”